- σχένδυλα
- και σχενδύλη, η, ΝΑνεοελλ.είδος μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη συγκράτηση μικρών αντικειμένωναρχ.πιθ. είδος λαβίδας, τανάλιας.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύλη (πρβλ. κορδ-ύλη). Το δασύ ουρανικό σύμφωνο τού τ., ωστόσο, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. έχει παραχθεί από το θ. τού ρ. χανδάνω «χωρώ, περιλαμβάνω» (< *χενδσ-, πρβλ. μέλλ. χείσομαι, ενώ το αρκτικό σ- τής λ. οφείλεται σε επίδραση τού θ. σχ- τού ἔχω* (πρβλ. αόρ. ἔ-σχ-ον)].
Dictionary of Greek. 2013.